σουλατσαδόρος

σουλατσαδόρος
ο
(λ. ιταλ.)
1. περιπατητής.
2. μτφ., αυτός που κάνει διαρκώς βόλτες και παραμελεί την εργασία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουλατσαδόρος — και σολατσαδόρος, ο, θηλ. σουλατσαδόρισσα, Ν 1. αυτός που σουλατσάρει, ο αργόσχολος 2. φρ. «είναι τοκιστής και σουλατσαδόρος» λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι άνεργος και άπορος, συμπεριφέρεται σαν να ήταν τοκιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

  • σολατσαδόρος — ο, Ν βλ. σουλατσαδόρος …   Dictionary of Greek

  • τοκιστής — ο, θηλ. τοκίστρια, ΝΑ [τοκίζω] 1. αυτός που τοκίζει, που δανείζει με τόκο 2. (γενικά) δανειστής νεοελλ. φρ. «τοκιστής και σουλατσαδόρος» άνθρωπος που δεν εργάζεται, φυγόπονος …   Dictionary of Greek

  • τοκιστής — ο 1. αυτός που δανείζει με τόκο. 2. άνθρωπος άνεργος, τεμπέλης: Τοκιστής και σουλατσαδόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”